- φτερνοχτύπημα
- το, Ν [φτερνοχτυπώ]χτύπημα με τις φτέρνες ή με τον πτερνιστήρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτερνοχτύπημα — το, ατος φτερνοκόπημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτερνοκόπημα — και πτερνοκόπημα, το, Ν [φτερνοκοπώ / πτερνοκοπώ] φτερνοχτύπημα … Dictionary of Greek